- εντελέχεια
- Όρος που χρησιμοποίησε ο Αριστοτέλης κατ’ αντιδιαστολή προς τη δύναμη, για να υποδηλώσει μια πραγματικότητα, που έφτασε στον ανώτερο βαθμό ανάπτυξής της. Σε ορισμένες περιπτώσεις η ε. ταυτίζεται με την ενέργεια, αλλά συχνότερα διακρίνεται από αυτήν, καθώς η τελευταία υποδηλώνει την ενεργό πραγμάτωση της δύναμης, ενώ η ε., αντίθετα, αποτελεί την κατάσταση της τέλειας πραγμάτωσης στην οποία φτάνει η ουσία. Επομένως, δεν αποτελεί, όπως συχνά πίστευαν –ιδιαίτερα κατά την Αναγέννηση και τον Μεσαίωνα– την αιώνια ζωτική δραστηριότητα της μορφής· επρόκειτο για μια παρανόηση, που προήλθε από τη λανθασμένη ερμηνεία της έννοιας ε. ως διάρκεια. Με αυτή τη δεύτερη έννοια, όπως και με την πρώτη, ο όρος ε. χρησιμοποιήθηκε στη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς, αναφερόμενος στις μονάδες που εμπεριέχουν τον πλήρη οργανικό σκοπό της ανάπτυξής τους. Στον τομέα των βιολογικών επιστημών, η ε. χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλώσει την αρχή που κατευθύνει την εξέλιξη κάθε οργανισμού. Με αυτή την έννοια αναφέρεται η ε. και στον X. Ντρις, ο οποίος στη νεοβιταλιστική θεωρία του δέχτηκε την ύπαρξη μιας ατομικής οργανικής αρχής, που εμπεριέχει την ιδέα της τέλειας πραγματικότητας, δηλαδή του πλήρως ανεπτυγμένου οργανισμού.
* * *η (Α ἐντελέχεια)Ι. (στην αριστοτελική φιλοσοφία)1. η πράξη που έχει ολοκληρωθεί και η τελειότητα που απορρέει απ' αυτή την ολοκλήρωση2. η μορφή (είδος) ή η αιτία, ο λόγος που προκαλεί τη μετάβαση από την «δυνάμει» κατάσταση στην «ενεργεία» κατάστασηΙΙ. (κατά τον Λάιμπνιτς) όλες οι απλές υποστάσεις ή δημιουργημένες μονάδες, γιατί έχουν μέσα τους μια ορισμένη τελειότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εντελέχεια προέρχεται από τη φράση εντελές έχειν (πρβλ. νουνέχεια) και όχι από το επίθετο εντελεχής, γιατί τόσο το επίθετο όσο και το επίρρημα εντελεχώς είναι τύποι που δημιουργήθηκαν από σύγχυση τής λ. εντελέχεια προς τον τ. ενδελέχεια, -χής, -χώς].
Dictionary of Greek. 2013.